Translation meaning & definition of the word "lien" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ήλιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lien
[Λιν]/lin/
noun
1. The right to take another's property if an obligation is not discharged
- synonym:
- lien
1. Το δικαίωμα να πάρει την ιδιοκτησία του άλλου εάν δεν εκφορτωθεί υποχρέωση
- συνώνυμο:
- λίεν
2. A large dark-red oval organ on the left side of the body between the stomach and the diaphragm
- Produces cells involved in immune responses
- synonym:
- spleen ,
- lien
2. Ένα μεγάλο σκούρο-κόκκινο οβάλ όργανο στην αριστερή πλευρά του σώματος μεταξύ του στομάχου και του διαφράγματος
- Παράγει κύτταρα που εμπλέκονται σε ανοσολογικές αποκρίσεις
- συνώνυμο:
- σπλήνα ,
- λίεν