Translation meaning & definition of the word "licorice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεκτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Licorice
[Γλυκόριζα]/lɪkərɪʃ/
noun
1. Deep-rooted coarse-textured plant native to the mediterranean region having blue flowers and pinnately compound leaves
- Widely cultivated in europe for its long thick sweet roots
- synonym:
- licorice ,
- liquorice ,
- Glycyrrhiza glabra
1. Βαθιά ριζωμένο φυτό με χονδροειδή υφή που είναι εγγενές στην περιοχή της μεσογείου με μπλε λουλούδια και απίστευτα σύνθετα φύλλα
- Καλλιεργείται ευρέως στην ευρώπη για τις μακριές γλυκές ρίζες της
- συνώνυμο:
- γλυκόριζα ,
- Γλυκυρρόιζα γκλάμπρα
2. A black candy flavored with the dried root of the licorice plant
- synonym:
- licorice ,
- liquorice
2. Μια μαύρη καραμέλα αρωματισμένη με την ξηρή ρίζα του φυτού γλυκόριζας
- συνώνυμο:
- γλυκόριζα