Translation meaning & definition of the word "licking" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "κλάμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Licking
[Γλείψιμο]/lɪkɪŋ/
noun
1. An unsuccessful ending to a struggle or contest
- "It was a narrow defeat"
- "The army's only defeat"
- "They suffered a convincing licking"
- synonym:
- defeat ,
- licking
1. Ανεπιτυχής λήξη σε αγώνα ή διαγωνισμό
- "Ήταν μια στενή ήττα"
- "Η μόνη ήττα του στρατού"
- "Υπέφεραν από ένα πειστικό γλείψιμο"
- συνώνυμο:
- νίκη ,
- γλείψιμο
2. The act of inflicting corporal punishment with repeated blows
- synonym:
- beating ,
- thrashing ,
- licking ,
- drubbing ,
- lacing ,
- trouncing ,
- whacking
2. Η πράξη της πρόκλησης σωματικής τιμωρίας με επαναλαμβανόμενα χτυπήματα
- συνώνυμο:
- χτυπώντασ ,
- αποτυγχάνω ,
- γλείψιμο ,
- εκρίζωση ,
- δεσμίδα ,
- ανησυχητικό ,
- παραβιάζω
Examples of using
The cat was licking its paws.
Η γάτα γλείφει τα πόδια της.
The cat was licking its paws.
Η γάτα γλείφει τα πόδια της.