Translation meaning & definition of the word "lick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lick
[Γλείφω]/lɪk/
noun
1. A salt deposit that animals regularly lick
- synonym:
- salt lick ,
- lick
1. Μια εναπόθεση αλατιού που τα ζώα γλείφουν τακτικά
- συνώνυμο:
- γλείψιμο αλατιού ,
- γλείψιμο
2. Touching with the tongue
- "The dog's laps were warm and wet"
- synonym:
- lick ,
- lap
2. Αγγίζοντας με τη γλώσσα
- "Οι γύροι του σκύλου ήταν ζεστοί και βρεγμένοι"
- συνώνυμο:
- γλείψιμο ,
- περιπλανώμαι
3. (boxing) a blow with the fist
- "I gave him a clout on his nose"
- synonym:
- punch ,
- clout ,
- poke ,
- lick ,
- biff ,
- slug
3. (πυγμα) ένα χτύπημα με τη γροθιά
- "Του έδωσα μια επιρροή στη μύτη του"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- επιτίθεμαι ,
- πουκ ,
- γλείψιμο ,
- παραπονιέμαι ,
- γυμνοσάλιαγκας
verb
1. Beat thoroughly and conclusively in a competition or fight
- "We licked the other team on sunday!"
- synonym:
- cream ,
- bat ,
- clobber ,
- drub ,
- thrash ,
- lick
1. Χτυπήστε προσεκτικά και αποφασιστικά σε έναν διαγωνισμό ή αγώνα
- "Γλείφουμε την άλλη ομάδα την κυριακή!"
- συνώνυμο:
- κρέμα ,
- νυχτερίδα ,
- παραπονιέμαι ,
- τρίβω ,
- παραπλανώ ,
- γλείψιμο
2. Pass the tongue over
- "The dog licked her hand"
- synonym:
- lick ,
- lap
2. Περνάω τη γλώσσα
- "Ο σκύλος της έγλειψε το χέρι"
- συνώνυμο:
- γλείψιμο ,
- περιπλανώμαι
3. Find the solution to (a problem or question) or understand the meaning of
- "Did you solve the problem?"
- "Work out your problems with the boss"
- "This unpleasant situation isn't going to work itself out"
- "Did you get it?"
- "Did you get my meaning?"
- "He could not work the math problem"
- synonym:
- solve ,
- work out ,
- figure out ,
- puzzle out ,
- lick ,
- work
3. Βρείτε τη λύση στο πρόβλημα (α ή ερώτηση) ή κατανοήστε την έννοια του
- "Λύσατε το πρόβλημα?"
- "Εργαστείτε έξω τα προβλήματά σας με το αφεντικό"
- "Αυτή η δυσάρεστη κατάσταση δεν πρόκειται να λειτουργήσει μόνη της"
- "Το πήρες?"
- "Πήρες το νόημά μου?"
- "Δεν μπορούσε να λύσει το μαθηματικό πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- λύνω ,
- εργάζομαι ,
- απολογίζω ,
- παζλ έξω ,
- γλείψιμο ,
- εργασία
4. Take up with the tongue
- "The cat lapped up the milk"
- "The cub licked the milk from its mother's breast"
- synonym:
- lap ,
- lap up ,
- lick
4. Σήκω με τη γλώσσα
- "Η γάτα πατούσε το γάλα"
- "Το παιδί έγλειψε το γάλα από το στήθος της μητέρας του"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- πετώ ,
- γλείψιμο