Translation meaning & definition of the word "library" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιβλιοθήκη" στην ελληνική γλώσσα
Library
[Βιβλιοθήκη]noun
1. A room where books are kept
- "They had brandy in the library"
- synonym:
- library
1. Ένα δωμάτιο όπου φυλάσσονται βιβλία
- "Είχαν μπράντι στη βιβλιοθήκη"
- συνώνυμο:
- βιβλιοθήκη
2. A collection of literary documents or records kept for reference or borrowing
- synonym:
- library
2. Συλλογή λογοτεχνικών εγγράφων ή αρχείων που τηρούνται για αναφορά ή δανεισμό
- συνώνυμο:
- βιβλιοθήκη
3. A depository built to contain books and other materials for reading and study
- synonym:
- library ,
- depository library
3. Ένα αποθετήριο κατασκευασμένο για να περιέχει βιβλία και άλλα υλικά για την ανάγνωση και τη μελέτη
- συνώνυμο:
- βιβλιοθήκη ,
- βιβλιοθήκη αποθεμάτων
4. (computing) a collection of standard programs and subroutines that are stored and available for immediate use
- synonym:
- library ,
- program library ,
- subroutine library
4. (-υπολογισ) μια συλλογή από τυποποιημένα προγράμματα και υπορουτίνες που αποθηκεύονται και διατίθενται για άμεση χρήση
- συνώνυμο:
- βιβλιοθήκη ,
- βιβλιοθήκη προγράμματος ,
- υπορουτινή βιβλιοθήκη
5. A building that houses a collection of books and other materials
- synonym:
- library
5. Ένα κτίριο που στεγάζει μια συλλογή από βιβλία και άλλα υλικά
- συνώνυμο:
- βιβλιοθήκη