Translation meaning & definition of the word "libido" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίμπιντο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Libido
[Λίμπιντο]/ləbidoʊ/
noun
1. (psychoanalysis) a freudian term for sexual urge or desire
- synonym:
- libido
1. (ψυχανάλυση) ένας φροϋδικός όρος για σεξουαλική επιθυμία ή παρόρμηση
- συνώνυμο:
- λίμπιντο λίμπιντο