Translation meaning & definition of the word "liberty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελευθερία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liberty
[Ελευθερία]/lɪbərti/
noun
1. Immunity from arbitrary exercise of authority: political independence
- synonym:
- autonomy ,
- liberty
1. Ασυλία από την αυθαίρετη άσκηση εξουσίας: πολιτική ανεξαρτησία
- συνώνυμο:
- αυτονομία ,
- ελευθερία
2. Freedom of choice
- "Liberty of opinion"
- "Liberty of worship"
- "Liberty--perfect liberty--to think or feel or do just as one pleases"
- "At liberty to choose whatever occupation one wishes"
- synonym:
- liberty
2. Ελευθερία επιλογής
- "Ελευθερία της γνώμης"
- "Ελευθερία της λατρείας"
- "Ελευθερία-τέλεια ελευθερία- να σκέφτεσαι ή να αισθάνεσαι ή να κάνεις ό, τι θέλεις"
- "Ελεύθερος να επιλέξει όποιο επάγγελμα θέλει κανείς"
- συνώνυμο:
- ελευθερία
3. Personal freedom from servitude or confinement or oppression
- synonym:
- liberty
3. Προσωπική ελευθερία από τη δουλεία ή τον περιορισμό ή την καταπίεση
- συνώνυμο:
- ελευθερία
4. Leave granted to a sailor or naval officer
- synonym:
- shore leave ,
- liberty
4. Άδεια που χορηγείται σε ναύτη ή αξιωματικό του ναυτικού
- συνώνυμο:
- αποχωρώ ,
- ελευθερία
5. An act of undue intimacy
- synonym:
- familiarity ,
- impropriety ,
- indecorum ,
- liberty
5. Μια πράξη αδικαιολόγητης οικειότητας
- συνώνυμο:
- οικειότητα ,
- απρεπής ,
- αντικαρκινικό ,
- ελευθερία
Examples of using
Are you at liberty to talk?
Είστε ελεύθεροι να μιλήσετε?
Individual liberty is the essence of democracy.
Η ατομική ελευθερία είναι η ουσία της δημοκρατίας.
Land of liberty, land of the future, I salute you!
Γη της ελευθερίας, γη του μέλλοντος, σας χαιρετώ!