Translation meaning & definition of the word "liberation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απελευθέρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liberation
[Απελευθέρωση]/lɪbəreʃən/
noun
1. The act of liberating someone or something
- synonym:
- liberation ,
- release ,
- freeing
1. Η πράξη της απελευθέρωσης κάποιου ή κάτι τέτοιο
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση
2. The attempt to achieve equal rights or status
- "She worked for women's liberation"
- synonym:
- liberation
2. Η προσπάθεια επίτευξης ίσων δικαιωμάτων ή καθεστώτος
- "Εργάστηκε για την απελευθέρωση των γυναικών"
- συνώνυμο:
- απελευθέρωση
3. The termination of someone's employment (leaving them free to depart)
- synonym:
- dismissal ,
- dismission ,
- discharge ,
- firing ,
- liberation ,
- release ,
- sack ,
- sacking
3. Ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου (αφήνοντάς τους ελεύθερους να αναχωρήσουν)
- συνώνυμο:
- απόλυση ,
- εκτομή ,
- απαλλαγή ,
- πυροδότηση ,
- απελευθέρωση ,
- σακίδιο ,
- απολύσεισ