Translation meaning & definition of the word "liberal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλελεύθερος" στην ελληνική γλώσσα
Liberal
[Φιλελεύθερος]noun
1. A person who favors a political philosophy of progress and reform and the protection of civil liberties
- synonym:
- liberal ,
- liberalist ,
- progressive
1. Ένα πρόσωπο που ευνοεί μια πολιτική φιλοσοφία προόδου και μεταρρύθμισης και την προστασία των πολιτικών ελευθεριών
- συνώνυμο:
- φιλελεύθερος ,
- φιλελεύθερου ,
- προοδευτικός
2. A person who favors an economic theory of laissez-faire and self-regulating markets
- synonym:
- liberal
2. Ένα πρόσωπο που ευνοεί μια οικονομική θεωρία των αγορών που είναι αυτο-ρυθμιζόμενες
- συνώνυμο:
- φιλελεύθερος
adjective
1. Showing or characterized by broad-mindedness
- "A broad political stance"
- "Generous and broad sympathies"
- "A liberal newspaper"
- "Tolerant of his opponent's opinions"
- synonym:
- broad ,
- large-minded ,
- liberal ,
- tolerant
1. Εμφάνιση ή χαρακτηρίζεται από ευρεία πνευματικότητα
- "Ευρεία πολιτική στάση"
- "Γενναίες και ευρείες συμπάθειες"
- "Φιλελεύθερη εφημερίδα"
- "Ανεκτικός στις απόψεις του αντιπάλου"
- συνώνυμο:
- ευρύς ,
- μεγάλοσ πνεύματοσ ,
- φιλελεύθερος ,
- ανεκτικός
2. Having political or social views favoring reform and progress
- synonym:
- liberal
2. Πολιτικές ή κοινωνικές απόψεις που ευνοούν τη μεταρρύθμιση και την πρόοδο
- συνώνυμο:
- φιλελεύθερος
3. Tolerant of change
- Not bound by authoritarianism, orthodoxy, or tradition
- synonym:
- liberal
3. Ανεκτικότητα στην αλλαγή
- Δεν δεσμεύεται από τον αυταρχισμό, την ορθοδοξία ή την παράδοση
- συνώνυμο:
- φιλελεύθερος
4. Given or giving freely
- "Was a big tipper"
- "The bounteous goodness of god"
- "Bountiful compliments"
- "A freehanded host"
- "A handsome allowance"
- "Saturday's child is loving and giving"
- "A liberal backer of the arts"
- "A munificent gift"
- "Her fond and openhanded grandfather"
- synonym:
- big ,
- bighearted ,
- bounteous ,
- bountiful ,
- freehanded ,
- handsome ,
- giving ,
- liberal ,
- openhanded
4. Δίνεται ή δίνει ελεύθερα
- "Ήταν ένα μεγάλο ανατρεπόμενο"
- "Η πλούσια καλοσύνη του θεού"
- "Φιλοφρονήσεις πλούσιες"
- "Ελεύθερος οικοδεσπότης"
- "Ένα όμορφο επίδομα"
- "Το παιδί του σαββάτου αγαπά και δίνει"
- "Ένας φιλελεύθερος υποστηρικτής των τεχνών"
- "Ένα μοναδικό δώρο"
- "Ο αγαπημένος και ανοιχτός παππούς της"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- μεγαλόψυχη ,
- πληθυσμιακόσ ,
- πληθωρικόσ ,
- ελεύθερα ,
- όμορφος ,
- δίνω ,
- φιλελεύθερος ,
- ανοιχτόμυαλοσ
5. Not literal
- "A loose interpretation of what she had been told"
- "A free translation of the poem"
- synonym:
- free ,
- loose ,
- liberal
5. Όχι κυριολεκτικά
- "Μια χαλαρή ερμηνεία του τι της είχε πει"
- "Δωρεάν μετάφραση του ποιήματος"
- συνώνυμο:
- δωρεάν ,
- χαλαρός ,
- φιλελεύθερος