Translation meaning & definition of the word "libelous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Libelous
[Ελεύθεροσ]/laɪbələs/
adjective
1. (used of statements) harmful and often untrue
- Tending to discredit or malign
- synonym:
- calumniatory ,
- calumnious ,
- defamatory ,
- denigrative ,
- denigrating ,
- denigratory ,
- libellous ,
- libelous ,
- slanderous
1. (χρησιμοποιείται από δηλώσεις) επιβλαβές και συχνά αναληθές
- Τείνουν να δυσφημίζουν ή να κακοποιούν
- συνώνυμο:
- συκοφαντικόσ ,
- συκοφαντία ,
- δυσφημιστικόσ ,
- απονομιμοποιητικόσ ,
- απονιωτικόσ ,
- μετουσιωτικόσ ,
- λιβελλώδησ ,
- λιβελικόσ