Translation meaning & definition of the word "liaison" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνδεσμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Liaison
[Σύνδεσμος]/liezɑn/
noun
1. A usually secretive or illicit sexual relationship
- synonym:
- affair ,
- affaire ,
- intimacy ,
- liaison ,
- involvement ,
- amour
1. Μια συνήθως μυστικοπαθής ή παράνομη σεξουαλική σχέση
- συνώνυμο:
- υπόθεση ,
- επιτίθεμαι ,
- οικειότητα ,
- σύνδεσμος ,
- συμμετοχή ,
- ερωτεύω
2. A channel for communication between groups
- "He provided a liaison with the guerrillas"
- synonym:
- liaison ,
- link ,
- contact ,
- inter-group communication
2. Ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ των ομάδων
- "Παρείχε μια σύνδεση με τους αντάρτες"
- συνώνυμο:
- σύνδεσμος ,
- επικοινωνία ,
- επικοινωνία μεταξύ ομάδων