Translation meaning & definition of the word "li" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Li
[Λι]/li/
noun
1. A soft silver-white univalent element of the alkali metal group
- The lightest metal known
- Occurs in several minerals
- synonym:
- lithium ,
- Li ,
- atomic number 3
1. Ένα μαλακό ασημί-λευκό μοναδικό στοιχείο της ομάδας αλκαλικών μετάλλων
- Το πιο ελαφρύ μέταλλο γνωστό
- Εμφανίζεται σε πολλά ορυκτά
- συνώνυμο:
- λίθιο ,
- Λι ,
- ατομικός αριθμός 3
2. Chinese distance measure
- Approximately 0.5 kilometers
- synonym:
- li
2. Κινεζικό μέτρο απόστασης
- Περίπου 0,5 χιλιόμετρα
- συνώνυμο:
- λι
adjective
1. Being one more than fifty
- synonym:
- fifty-one ,
- 51 ,
- li
1. Είναι ένα περισσότερο από πενήντα
- συνώνυμο:
- πενήντα ένα ,
- 51 ,
- λι