Translation meaning & definition of the word "ley" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ley
[Λι]/le/
noun
1. A field covered with grass or herbage and suitable for grazing by livestock
- synonym:
- pasture ,
- pastureland ,
- grazing land ,
- lea ,
- ley
1. Ένα πεδίο που καλύπτεται με γρασίδι ή από βοσκότοπο και κατάλληλο για βόσκηση από ζώα
- συνώνυμο:
- βοσκότοπος ,
- βοσκότοποι ,
- βόσκηση γης ,
- λέα ,
- λέι