Translation meaning & definition of the word "lewd" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λεύκωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lewd
[Λεβέντα]/lud/
adjective
1. Suggestive of or tending to moral looseness
- "Lewd whisperings of a dirty old man"
- "An indecent gesture"
- "Obscene telephone calls"
- "Salacious limericks"
- synonym:
- lewd ,
- obscene ,
- raunchy ,
- salacious
1. Υποβάλλοντας ή τείνοντας στην ηθική χαλαρότητα
- "Αστείοι ψίθυροι ενός βρώμικου γέρου"
- "Μια άσεμνη χειρονομία"
- "Αμφίβολες τηλεφωνικές κλήσεις"
- "Αλατισμένοι ασβεστήρες"
- συνώνυμο:
- λουβδ ,
- αισχρόσ ,
- τραγανός ,
- αλατισμένοσ
2. Driven by lust
- Preoccupied with or exhibiting lustful desires
- "Libidinous orgies"
- synonym:
- lascivious ,
- lewd ,
- libidinous ,
- lustful
2. Οδηγείται από τη λαγνεία
- Απασχολημένος ή εκδηλώνοντας λαμπρές επιθυμίες
- "Ελευθεριακά όργια"
- συνώνυμο:
- λασπώδησ ,
- λουβδ ,
- λιβιδωτόσ ,
- λάγνος
Examples of using
He was just a lewd old man.
Ήταν απλά ένας ηλικιωμένος άνδρας.