Translation meaning & definition of the word "levy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστείος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Levy
[Λεβί]/lɛvi/
noun
1. A charge imposed and collected
- synonym:
- levy
1. Επιβάλλεται και συλλέγεται χρέωση
- συνώνυμο:
- εισφορά
2. The act of drafting into military service
- synonym:
- levy ,
- levy en masse
2. Η πράξη της σύνταξης στη στρατιωτική θητεία
- συνώνυμο:
- εισφορά ,
- μαζικά εισφορά
verb
1. Impose and collect
- "Levy a fine"
- synonym:
- levy ,
- impose
1. Επιβάλλει και συλλέγει
- "Αναψυχή πρόστιμο"
- συνώνυμο:
- εισφορά ,
- επιβάλλω
2. Cause to assemble or enlist in the military
- "Raise an army"
- "Recruit new soldiers"
- synonym:
- recruit ,
- levy ,
- raise
2. Αιτία συναρμολόγησης ή κατάταξης στο στρατό
- "Αναβαθμίστε έναν στρατό"
- "Πρόσληψη νέων στρατιωτών"
- συνώνυμο:
- προσλαμβάνω ,
- εισφορά ,
- αυξάνω
Examples of using
The airport improvement levy seems higher than last year.
Η εισφορά βελτίωσης του αεροδρομίου φαίνεται να είναι υψηλότερη από πέρυσι.