Translation meaning & definition of the word "levitate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβαθμίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Levitate
[Αποστρατεύω]/lɛvɪtet/
verb
1. Cause to rise in the air and float, as if in defiance of gravity
- "The magician levitated the woman"
- synonym:
- levitate
1. Προκαλέστε την άνοδο στον αέρα και επιπλέουν, σαν να περιφρονούν τη βαρύτητα
- "Ο μάγος επέβαλε τη γυναίκα"
- συνώνυμο:
- αιωρούμαι
2. Be suspended in the air, as if in defiance of gravity
- "The guru claimed that he could levitate"
- synonym:
- levitate ,
- hover
2. Να αναστέλλεται στον αέρα, σαν να περιφρονεί τη βαρύτητα
- "Ο γκουρού ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να αιωρηθεί"
- συνώνυμο:
- αιωρούμαι ,
- αιωρούμενοσ