Translation meaning & definition of the word "levee" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "λέβε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Levee
[Levee]/lɛvi/
noun
1. A formal reception of visitors or guests (as at a royal court)
- synonym:
- levee
1. Επίσημη υποδοχή επισκεπτών ή επισκεπτών (όπως σε βασιλική αυλή)
- συνώνυμο:
- αναχώματα
2. A pier that provides a landing place on a river
- synonym:
- levee
2. Μια προβλήτα που παρέχει ένα σημείο προσγείωσης σε ένα ποτάμι
- συνώνυμο:
- αναχώματα
3. An embankment that is built in order to prevent a river from overflowing
- synonym:
- levee
3. Ένα ανάχωμα που είναι χτισμένο για να αποτρέψει την υπερχείλιση ενός ποταμού
- συνώνυμο:
- αναχώματα