Translation meaning & definition of the word "let" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφήστε" στην ελληνική γλώσσα
Let
[Ας]noun
1. A brutal terrorist group active in kashmir
- Fights against india with the goal of restoring islamic rule of india
- "Lashkar-e-toiba has committed mass murders of civilian hindus"
- synonym:
- Lashkar-e-Taiba ,
- Lashkar-e-Toiba ,
- Lashkar-e-Tayyiba ,
- LET ,
- Army of the Pure ,
- Army of the Righteous
1. Μια βίαιη τρομοκρατική ομάδα που δραστηριοποιείται στο κασμίρ
- Μάχες κατά της ινδίας με στόχο την αποκατάσταση της ισλαμικής κυριαρχίας της ινδίας
- "Η λασκάρ-ε-τοϊμπά έχει διαπράξει μαζικές δολοφονίες πολιτών ινδουιστών"
- συνώνυμο:
- Λασκάρ-ε-Ταΐμπα ,
- Λασκάρ-ε-Τοΐμπα ,
- Λασκάρ-ε-Ταγίιμπα ,
- ΑΦΉΝΩ ,
- Στρατός του Καθαρού ,
- Στρατός των Δικαίων
2. A serve that strikes the net before falling into the receiver's court
- The ball must be served again
- synonym:
- let ,
- net ball
2. Μια χρηματοδότηση που χτυπά το δίχτυ πριν πέσει στο δικαστήριο του παραλήπτη
- Η μπάλα πρέπει να σερβιριστεί ξανά
- συνώνυμο:
- αφήστε ,
- καθαρή μπάλα
verb
1. Make it possible through a specific action or lack of action for something to happen
- "This permits the water to rush in"
- "This sealed door won't allow the water come into the basement"
- "This will permit the rain to run off"
- synonym:
- let ,
- allow ,
- permit
1. Καταστήστε δυνατή μέσω μιας συγκεκριμένης δράσης ή έλλειψης δράσης για να συμβεί κάτι
- "Αυτό επιτρέπει στο νερό να βιαστεί"
- "Αυτή η σφραγισμένη πόρτα δεν θα επιτρέψει στο νερό να έρθει στο υπόγειο"
- "Αυτό θα επιτρέψει στη βροχή να τρέξει"
- συνώνυμο:
- αφήστε ,
- επιτρέπω ,
- άδεια
2. Actively cause something to happen
- "I let it be known that i was not interested"
- synonym:
- let
2. Ενεργά να προκαλέσει κάτι να συμβεί
- "Άφησα να γίνει γνωστό ότι δεν με ενδιέφερε"
- συνώνυμο:
- αφήστε
3. Consent to, give permission
- "She permitted her son to visit her estranged husband"
- "I won't let the police search her basement"
- "I cannot allow you to see your exam"
- synonym:
- permit ,
- allow ,
- let ,
- countenance
3. Συγκατάθεση, δώστε άδεια
- "Επέτρεψε στο γιο της να επισκεφθεί τον αποξενωμένο σύζυγό της"
- "Δεν θα αφήσω την αστυνομία να ψάξει το υπόγειό της"
- "Δεν μπορώ να σας επιτρέψω να δείτε τις εξετάσεις σας"
- συνώνυμο:
- άδεια ,
- επιτρέπω ,
- αφήστε ,
- όψη
4. Cause to move
- Cause to be in a certain position or condition
- "He got his squad on the ball"
- "This let me in for a big surprise"
- "He got a girl into trouble"
- synonym:
- get ,
- let ,
- have
4. Αιτία να κινηθεί
- Αιτία να είναι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση
- "Έβαλε την ομάδα του στην μπάλα"
- "Αυτό με άφησε να περάσω μια μεγάλη έκπληξη"
- "Έβαλε ένα κορίτσι σε μπελάδες"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αφήστε ,
- έχω
5. Leave unchanged
- "Let it be"
- synonym:
- let
5. Αφήστε αμετάβλητο
- "Ας είναι"
- συνώνυμο:
- αφήστε
6. Grant use or occupation of under a term of contract
- "I am leasing my country estate to some foreigners"
- synonym:
- lease ,
- let ,
- rent
6. Χρήση επιχορήγησης ή επάγγελμα βάσει συμβατικής περιόδου
- "Χρηματοδοτώ την περιουσία της χώρας μου σε μερικούς αλλοδαπούς"
- συνώνυμο:
- μίσθωση ,
- αφήστε ,
- ενοικίαση