Translation meaning & definition of the word "lesson" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλεονέκτημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lesson
[Μάθημα]/lɛsən/
noun
1. A unit of instruction
- "He took driving lessons"
- synonym:
- lesson
1. Μια μονάδα διδασκαλίας
- "Πήρε μαθήματα οδήγησης"
- συνώνυμο:
- μάθημα
2. Punishment intended as a warning to others
- "They decided to make an example of him"
- synonym:
- example ,
- deterrent example ,
- lesson ,
- object lesson
2. Τιμωρία που προορίζεται ως προειδοποίηση προς τους άλλους
- "Αποφάσισαν να κάνουν ένα παράδειγμα"
- συνώνυμο:
- παράδειγμα ,
- αποτρεπτικό παράδειγμα ,
- μάθημα ,
- μάθημα αντικειμένου
3. The significance of a story or event
- "The moral of the story is to love thy neighbor"
- synonym:
- moral ,
- lesson
3. Η σημασία μιας ιστορίας ή ενός γεγονότος
- "Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι να αγαπάς τον πλησίον σου"
- συνώνυμο:
- ηθικός ,
- μάθημα
4. A task assigned for individual study
- "He did the lesson for today"
- synonym:
- lesson
4. Μια εργασία που ανατίθεται για ατομική μελέτη
- "Έκανε το μάθημα για σήμερα"
- συνώνυμο:
- μάθημα
Examples of using
Bet you thought we were all done talking about the lesson?
Στοιχηματίζετε ότι νομίζατε ότι όλοι τελειώσαμε να μιλάμε για το μάθημα?
Today I've learned a valuable lesson.
Σήμερα πήρα ένα πολύτιμο μάθημα.
I hope you learned your lesson.
Ελπίζω να πήρατε το μάθημά σας.