Translation meaning & definition of the word "lessen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σβήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lessen
[Μειώνω]/lɛsən/
verb
1. Decrease in size, extent, or range
- "The amount of homework decreased towards the end of the semester"
- "The cabin pressure fell dramatically"
- "Her weight fell to under a hundred pounds"
- "His voice fell to a whisper"
- synonym:
- decrease ,
- diminish ,
- lessen ,
- fall
1. Μείωση στο μέγεθος, την έκταση ή το εύρος
- "Ο αριθμός των εργασιών μειώθηκε προς το τέλος του εξαμήνου"
- "Η πίεση της καμπίνας έπεσε δραματικά"
- "Το βάρος της έπεσε κάτω από εκατό λίβρες"
- "Η φωνή του έπεσε σε ψίθυρο"
- συνώνυμο:
- μειώνω ,
- ελαττώνω ,
- πέφτω
2. Make smaller
- "He decreased his staff"
- synonym:
- decrease ,
- lessen ,
- minify
2. Κάνω μικρότερο
- "Μείωσε το προσωπικό του"
- συνώνυμο:
- μειώνω ,
- ελαττώνω ,
- ελαχιστοποιώ
3. Wear off or die down
- "The pain subsided"
- synonym:
- subside ,
- lessen
3. Φθείρεται ή πεθαίνει
- "Ο πόνος υποχώρησε"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ ,
- ελαττώνω