Translation meaning & definition of the word "leprosy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λέπρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leprosy
[Λέπρα]/lɛprəsi/
noun
1. Chronic granulomatous communicable disease occurring in tropical and subtropical regions
- Characterized by inflamed nodules beneath the skin and wasting of body parts
- Caused by the bacillus mycobacterium leprae
- synonym:
- leprosy ,
- Hansen's disease
1. Χρόνια κοκκιωματώδης μεταδοτική νόσος που εμφανίζεται σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές
- Χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη οζίδια κάτω από το δέρμα και σπατάλη των μερών του σώματος
- Προκαλείται από τον βακίλλο μυκοβακτήριο λέπρα
- συνώνυμο:
- λέπρα ,
- Η ασθένεια του Χάνσεν