Translation meaning & definition of the word "lenient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιεικής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lenient
[Επιεικής]/liniənt/
adjective
1. Tolerant or lenient
- "Indulgent parents risk spoiling their children"
- "Too soft on the children"
- "They are soft on crime"
- synonym:
- indulgent ,
- lenient ,
- soft
1. Ανεκτικός ή επιεικής
- "Οι γονείς κινδυνεύουν να χαλάσουν τα παιδιά τους"
- "Πολύ μαλακό στα παιδιά"
- "Είναι απαλοί στο έγκλημα"
- συνώνυμο:
- επιεικής ,
- μαλακός
2. Not strict
- "An easy teacher"
- "Easy standards"
- "Lenient rules"
- "An easy penalty"
- synonym:
- lenient
2. Όχι αυστηρός
- "Εύκολος δάσκαλος"
- "Εύκολα πρότυπα"
- "Επιεικείς κανόνες"
- "Εύκολη ποινή"
- συνώνυμο:
- επιεικής
3. Characterized by tolerance and mercy
- synonym:
- lenient
3. Χαρακτηρίζεται από ανοχή και έλεος
- συνώνυμο:
- επιεικής