Translation meaning & definition of the word "leisure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναψυχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leisure
[Αναψυχή]/lɛʒər/
noun
1. Time available for ease and relaxation
- "His job left him little leisure"
- synonym:
- leisure ,
- leisure time
1. Χρόνος διαθέσιμος για ευκολία και χαλάρωση
- "Η δουλειά του τον άφησε λίγο ελεύθερο χρόνο"
- συνώνυμο:
- αναψυχή ,
- ελεύθερος χρόνος
2. Freedom to choose a pastime or enjoyable activity
- "He lacked the leisure for golf"
- synonym:
- leisure
2. Ελευθερία να επιλέξετε ένα χόμπι ή μια ευχάριστη δραστηριότητα
- "Δεν είχε τον ελεύθερο χρόνο για γκολφ"
- συνώνυμο:
- αναψυχή
Examples of using
Poor men have no leisure.
Οι φτωχοί άνδρες δεν έχουν ελεύθερο χρόνο.
He did it at his leisure.
Το έκανε στον ελεύθερο χρόνο του.
I have no leisure for reading.
Δεν έχω ελεύθερο χρόνο για διάβασμα.