Translation meaning & definition of the word "legitimacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νομιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Legitimacy
[Νομιμότητα]/ləʤɪtəməsi/
noun
1. Lawfulness by virtue of being authorized or in accordance with law
- synonym:
- legitimacy
1. Νομιμότητα δυνάμει της εξουσιοδότησης ή σύμφωνα με το νόμο
- συνώνυμο:
- νομιμότητα
2. Undisputed credibility
- synonym:
- authenticity ,
- genuineness ,
- legitimacy
2. Αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία
- συνώνυμο:
- αυθεντικότητα ,
- γνησιότητα ,
- νομιμότητα