Translation meaning & definition of the word "legion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νηγεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Legion
[Λεγεώνα]/liʤən/
noun
1. Archaic terms for army
- synonym:
- host ,
- legion
1. Αρχαϊκοί όροι για το στρατό
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης ,
- λεγεώνα
2. Association of ex-servicemen
- "The american legion"
- synonym:
- legion
2. Ένωση πρώην υπηρετών
- "Η αμερικανική λεγεώνα"
- συνώνυμο:
- λεγεώνα
3. A large military unit
- "The french foreign legion"
- synonym:
- legion
3. Μια μεγάλη στρατιωτική μονάδα
- "Η γαλλική λεγεώνα των ξένων"
- συνώνυμο:
- λεγεώνα
4. A vast multitude
- synonym:
- horde ,
- host ,
- legion
4. Ένα τεράστιο πλήθος
- συνώνυμο:
- ορδή ,
- οικοδεσπότης ,
- λεγεώνα
adjective
1. Amounting to a large indefinite number
- "Numerous times"
- "The family was numerous"
- "Palomar's fans are legion"
- synonym:
- numerous ,
- legion(p)
1. Ανέρχονται σε έναν μεγάλο απροσδιόριστο αριθμό
- "Αμέτρητες φορές"
- "Η οικογένεια ήταν πολυάριθμη"
- "Οι οπαδοί του παλομάρ είναι λεγεώνα"
- συνώνυμο:
- πολλοί ,
- λεγεων()<TAG1>