Translation meaning & definition of the word "legato" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "νεγκάτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Legato
[Λεγάτο]/ləgɑtoʊ/
adjective
1. (music) without breaks between notes
- Smooth and connected
- "A legato passage"
- synonym:
- legato ,
- smooth
1. (μουσικό) χωρίς διαλείμματα μεταξύ των σημειώσεων
- Ομαλός και συνδεδεμένος
- "Ένα πέρασμα λεγάτου"
- συνώνυμο:
- λεγάτο ,
- ομαλός
adverb
1. Connecting the notes
- In music
- "Play this legato, please"
- synonym:
- legato
1. Σύνδεση των σημειώσεων
- Στη μουσική
- "Παίξε αυτό το λεγάτο, παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- λεγάτο