Translation meaning & definition of the word "legality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νομιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Legality
[Νομιμότητα]/ligæləti/
noun
1. Lawfulness by virtue of conformity to a legal statute
- synonym:
- legality
1. Νομιμότητα δυνάμει της συμμόρφωσης με νομικό καθεστώς
- συνώνυμο:
- νομιμότητα