Translation meaning & definition of the word "legacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρονομιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Legacy
[Κληρονομιά]/lɛgəsi/
noun
1. (law) a gift of personal property by will
- synonym:
- bequest ,
- legacy
1. (λαβ) δώρο προσωπικής ιδιοκτησίας με βούληση
- συνώνυμο:
- κληροδότημα ,
- κληρονομιά