Translation meaning & definition of the word "left" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριστερά" στην ελληνική γλώσσα
Left
[Αριστερά]noun
1. Location near or direction toward the left side
- I.e. the side to the north when a person or object faces east
- "She stood on the left"
- synonym:
- left
1. Τοποθεσία κοντά ή κατεύθυνση προς την αριστερή πλευρά
- Δηλαδή την πλευρά προς τα βόρεια όταν ένα άτομο ή ένα αντικείμενο βλέπει προς τα ανατολικά
- "Στάθηκε στα αριστερά"
- συνώνυμο:
- αριστερά
2. Those who support varying degrees of social or political or economic change designed to promote the public welfare
- synonym:
- left ,
- left wing
2. Εκείνοι που υποστηρίζουν διαφορετικούς βαθμούς κοινωνικής ή πολιτικής ή οικονομικής αλλαγής που έχουν σχεδιαστεί για την προώθηση της δημόσιας ευημερίας
- συνώνυμο:
- αριστερά ,
- αριστερή πτέρυγα
3. The hand that is on the left side of the body
- "Jab with your left"
- synonym:
- left ,
- left hand
3. Το χέρι που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του σώματος
- "Τσακωθείτε με το αριστερό σας"
- συνώνυμο:
- αριστερά ,
- αριστερό χέρι
4. The piece of ground in the outfield on the catcher's left
- "The batter flied out to left"
- synonym:
- left field ,
- leftfield ,
- left
4. Το κομμάτι του εδάφους στο πεδίο στα αριστερά του συλλέκτη
- "Το κτύπημα πήγε προς τα αριστερά"
- συνώνυμο:
- αριστερό πεδίο ,
- αριστερά
5. A turn toward the side of the body that is on the north when the person is facing east
- "Take a left at the corner"
- synonym:
- left
5. Μια στροφή προς την πλευρά του σώματος που βρίσκεται στο βορρά όταν το άτομο βλέπει ανατολικά
- "Πάρτε ένα αριστερό στη γωνία"
- συνώνυμο:
- αριστερά
adjective
1. Being or located on or directed toward the side of the body to the west when facing north
- "My left hand"
- "Left center field"
- "The left bank of a river is bank on your left side when you are facing downstream"
- synonym:
- left
1. Να είναι ή να βρίσκεται πάνω ή να κατευθύνεται προς την πλευρά του σώματος προς τα δυτικά όταν βλέπει προς τα βόρεια
- "Το αριστερό χέρι"
- "Αριστερό κεντρικό πεδίο"
- "Η αριστερή όχθη ενός ποταμού είναι τράπεζα στην αριστερή πλευρά σας όταν βλέπετε προς τα κάτω"
- συνώνυμο:
- αριστερά
2. Not used up
- "Leftover meatloaf"
- "She had a little money left over so she went to a movie"
- "Some odd dollars left"
- "Saved the remaining sandwiches for supper"
- "Unexpended provisions"
- synonym:
- leftover ,
- left over(p) ,
- left(p) ,
- odd ,
- remaining ,
- unexpended
2. Δεν εξαντλήθηκε
- "Αριστερά πάνω από το κεφάλι"
- "Είχε μείνει λίγα χρήματα και έτσι πήγε σε μια ταινία"
- "Μερικά περίεργα δολάρια έμειναν"
- "Αποθήκευσε τα υπόλοιπα σάντουιτς για δείπνο"
- "Μη εξειδικευμένες διατάξεις"
- συνώνυμο:
- απομένοντα ,
- αριστερά υπερ( ,
- αριστερόχ() ,
- περίεργος ,
- υπόλοιπο ,
- ανέκφραστοσ
3. Intended for the left hand
- "I rarely lose a left-hand glove"
- synonym:
- left(a) ,
- left-hand(a)
3. Προορίζεται για το αριστερό χέρι
- "Σπάνια χάνω ένα αριστερό γάντι"
- συνώνυμο:
- αριστερόχα( ,
- αριστερά-()
4. Of or belonging to the political or intellectual left
- synonym:
- left
4. Ανήκει στην πολιτική ή πνευματική αριστερά
- συνώνυμο:
- αριστερά
adverb
1. Toward or on the left
- Also used figuratively
- "He looked right and left"
- "The political party has moved left"
- synonym:
- left
1. Προς ή αριστερά
- Χρησιμοποιείται και μεταφορικά
- "Φαινόταν δεξιά και αριστερά"
- "Το πολιτικό κόμμα έχει απομακρυνθεί"
- συνώνυμο:
- αριστερά