Translation meaning & definition of the word "leeway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περαιτέρω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leeway
[Αποφυγή]/liwe/
noun
1. (of a ship or plane) sideways drift
- synonym:
- leeway
1. (ενός πλοίου ή πλαισίου) πλάγια παρασυρόμενη
- συνώνυμο:
- παραιτούμαι
2. A permissible difference
- Allowing some freedom to move within limits
- synonym:
- allowance ,
- leeway ,
- margin ,
- tolerance
2. Μια επιτρεπτή διαφορά
- Επιτρέποντας σε κάποια ελευθερία να κινηθεί εντός ορίων
- συνώνυμο:
- επίδομα ,
- παραιτούμαι ,
- περιθώριο ,
- ανοχή