Translation meaning & definition of the word "leek" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πράος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leek
[Πράσο]/lik/
noun
1. Plant having a large slender white bulb and flat overlapping dark green leaves
- Used in cooking
- Believed derived from the wild allium ampeloprasum
- synonym:
- leek ,
- scallion ,
- Allium porrum
1. Φυτό που έχει ένα μεγάλο λεπτό λευκό βολβό και επίπεδη επικάλυψη σκούρα πράσινα φύλλα
- Χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα
- Πιστεύεται ότι προέρχεται από το άγριο αμπελόπρασο
- συνώνυμο:
- πράσο ,
- αποβάθρα ,
- Αλλιώς πόρμουμ
2. Related to onions
- White cylindrical bulb and flat dark-green leaves
- synonym:
- leek
2. Σχετίζεται με τα κρεμμύδια
- Λευκός κυλινδρικός λαμπτήρας και επίπεδα σκουρόχρωμα φύλλα
- συνώνυμο:
- πράσο