Translation meaning & definition of the word "leech" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης " οξιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leech
[Λης]/liʧ/
noun
1. Carnivorous or bloodsucking aquatic or terrestrial worms typically having a sucker at each end
- synonym:
- leech ,
- bloodsucker ,
- hirudinean
1. Σαρκοφάγα ή αιματοχυσία υδρόβια ή χερσαία σκουλήκια που έχουν συνήθως ένα κορόιδο σε κάθε άκρο
- συνώνυμο:
- λέχη ,
- αιματοχυσία ,
- ιρουδιναία
2. A follower who hangs around a host (without benefit to the host) in hope of gain or advantage
- synonym:
- leech ,
- parasite ,
- sponge ,
- sponger
2. Ένας οπαδός που κρέμεται γύρω από έναν οικοδεσπότη (χωρίς όφελος για τον οικοδεσπότη) με την ελπίδα του κέρδους ή του πλεονεκτήματος
- συνώνυμο:
- λέχη ,
- παράσιτο ,
- σφουγγάρι ,
- σπογγώδησ
verb
1. Draw blood
- "In the old days, doctors routinely bled patients as part of the treatment"
- synonym:
- bleed ,
- leech ,
- phlebotomize ,
- phlebotomise
1. Τραβώ αίμα
- "Στις παλιές ημέρες, οι γιατροί συνήθως αιμορραγούσαν τους ασθενείς ως μέρος της θεραπείας"
- συνώνυμο:
- αιμορραγώ ,
- λέχη ,
- φλεβοτομώ