Translation meaning & definition of the word "ledger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καλλιτέχνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ledger
[Λέτζερ]/lɛʤər/
noun
1. A record in which commercial accounts are recorded
- "They got a subpoena to examine our books"
- synonym:
- ledger ,
- leger ,
- account book ,
- book of account ,
- book
1. Αρχείο στο οποίο καταγράφονται οι εμπορικοί λογαριασμοί
- "Πήραν μια κλήτευση για να εξετάσουν τα βιβλία μας"
- συνώνυμο:
- πρωτοπόρος ,
- λαγκέρ ,
- βιβλίο λογαριασμού ,
- βιβλίο
2. An accounting journal as a physical object
- "He bought a new daybook"
- synonym:
- daybook ,
- ledger
2. Ένα λογιστικό περιοδικό ως φυσικό αντικείμενο
- "Αγόρασε ένα νέο ημερολόγιο"
- συνώνυμο:
- ημερολόγιο ,
- πρωτοπόρος