Translation meaning & definition of the word "lector" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λέκτορας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lector
[Λέκτορας]/lɛktər/
noun
1. Someone who reads the lessons in a church service
- Someone ordained in a minor order of the roman catholic church
- synonym:
- lector ,
- reader
1. Κάποιος που διαβάζει τα μαθήματα σε μια εκκλησιαστική υπηρεσία
- Κάποιος χειροτονήθηκε σε μια μικρή τάξη της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
- συνώνυμο:
- λέκτορασ ,
- αναγνώστης
2. A public lecturer at certain universities
- synonym:
- lector ,
- lecturer ,
- reader
2. Δημόσιος λέκτορας σε ορισμένα πανεπιστήμια
- συνώνυμο:
- λέκτορασ ,
- λέκτορας ,
- αναγνώστης