Translation meaning & definition of the word "lecherous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τρελός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lecherous
[Λεχερόσ]/lɛʧərəs/
adjective
1. Given to excessive indulgence in sexual activity
- "A lecherous gleam in his eye"
- "A lecherous good-for-nothing"
- synonym:
- lecherous
1. Δίνεται σε υπερβολική επιείκεια στη σεξουαλική δραστηριότητα
- "Ένας λεκαράς στο μάτι του"
- "Ένα λαχταριστό καλό για τίποτα"
- συνώνυμο:
- λεχερόσ