Translation meaning & definition of the word "learner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαθητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Learner
[Μαθητήσ]/lərnər/
noun
1. Someone (especially a child) who learns (as from a teacher) or takes up knowledge or beliefs
- synonym:
- learner ,
- scholar ,
- assimilator
1. Κάποιος (ειδικά ένα παιδί) που μαθαίνει (ας από έναν δάσκαλο) ή αναλαμβάνει γνώσεις ή πεποιθήσεις
- συνώνυμο:
- μαθητευόμενοσ ,
- λόγιος ,
- αφομοιωτήσ
2. Works for an expert to learn a trade
- synonym:
- apprentice ,
- learner ,
- prentice
2. Εργάζεται για έναν ειδικό για να μάθει ένα εμπόριο
- συνώνυμο:
- μαθητευόμενοσ ,
- προετοιμασία