Translation meaning & definition of the word "lear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάθε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lear
[Ληστής]/lɪr/
noun
1. British artist and writer of nonsense verse (1812-1888)
- synonym:
- Lear ,
- Edward Lear
1. Βρετανός καλλιτέχνης και συγγραφέας ανοησίας στίχος (1812-1888)
- συνώνυμο:
- Ληστής ,
- Έντουαρντ Λιρ
2. The hero of william shakespeare's tragedy who was betrayed and mistreated by two of his scheming daughters
- synonym:
- Lear ,
- King Lear
2. Ο ήρωας της τραγωδίας του ουίλιαμ σαίξπηρ που προδόθηκε και κακομεταχειρίστηκε από δύο από τις σχηματίζουσες κόρες του
- συνώνυμο:
- Ληστής ,
- Βασιλιάς Ληρ