Translation meaning & definition of the word "lean" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανοιχτό" στην ελληνική γλώσσα
Lean
[Λεπ]noun
1. The property possessed by a line or surface that departs from the vertical
- "The tower had a pronounced tilt"
- "The ship developed a list to starboard"
- "He walked with a heavy inclination to the right"
- synonym:
- tilt ,
- list ,
- inclination ,
- lean ,
- leaning
1. Το ακίνητο που κατέχεται από μια γραμμή ή επιφάνεια που αναχωρεί από την κάθετη
- "Ο πύργος είχε μια έντονη κλίση"
- "Το πλοίο ανέπτυξε μια λίστα με τον πίνακα αστεριών"
- "Περπάτησε με βαριά κλίση προς τα δεξιά"
- συνώνυμο:
- κλίση ,
- λίστα ,
- άνετοσ ,
- ακουμπώντασ
verb
1. To incline or bend from a vertical position
- "She leaned over the banister"
- synonym:
- lean ,
- tilt ,
- tip ,
- slant ,
- angle
1. Για να κλίση ή να κάμψει από μια κάθετη θέση
- "Άκουμπησε πάνω από το κάγκελο"
- συνώνυμο:
- άνετοσ ,
- κλίση ,
- συμβουλή ,
- πλάγια ,
- γωνία
2. Cause to lean or incline
- "He leaned his rifle against the wall"
- synonym:
- lean
2. Αιτία να ακουμπήσει ή κλίση
- "Άσκυψε το τουφέκι του στον τοίχο"
- συνώνυμο:
- άνετοσ
3. Have a tendency or disposition to do or be something
- Be inclined
- "She tends to be nervous before her lectures"
- "These dresses run small"
- "He inclined to corpulence"
- synonym:
- tend ,
- be given ,
- lean ,
- incline ,
- run
3. Έχετε τάση ή διάθεση να κάνετε ή να είστε κάτι
- Τείνω
- "Τείνει να είναι νευρική πριν από τις διαλέξεις της"
- "Αυτά τα φορέματα τρέχουν μικρά"
- "Τείνει να σωματοποιεί"
- συνώνυμο:
- τείνω ,
- δίνομαι ,
- άνετοσ ,
- κλίση ,
- τρέχω
4. Rely on for support
- "We can lean on this man"
- synonym:
- lean
4. Βασιστείτε στην υποστήριξη
- "Μπορούμε να βασιστούμε σε αυτόν τον άνθρωπο"
- συνώνυμο:
- άνετοσ
5. Cause to lean to the side
- "Erosion listed the old tree"
- synonym:
- list ,
- lean
5. Αιτία να κλίνει προς τα πλάγια
- "Η διάβρωση αναφέρεται στο παλιό δέντρο"
- συνώνυμο:
- λίστα ,
- άνετοσ
adjective
1. Lacking excess flesh
- "You can't be too rich or too thin"
- "Yon cassius has a lean and hungry look"-shakespeare
- synonym:
- thin ,
- lean
1. Απουσία υπερβολικής σάρκας
- "Δεν μπορείς να είσαι πολύ πλούσιος ή πολύ λεπτός"
- "Ο άγιος κάσσιος έχει μια άπαχη και πεινασμένη εμφάνιση"-σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- άνετοσ
2. Lacking in mineral content or combustible material
- "Lean ore"
- "Lean fuel"
- synonym:
- lean
2. Έλλειψη περιεκτικότητας σε ορυκτά ή καύσιμο υλικό
- "Μετάλλευμα από δάφνη"
- "Καύσιμο από φυτά"
- συνώνυμο:
- άνετοσ
3. Containing little excess
- "A lean budget"
- "A skimpy allowance"
- synonym:
- lean ,
- skimpy
3. Περιέχει λίγη υπερβολή
- "Ένας αδύνατος προϋπολογισμός"
- "Ένα απερίσκεπτο επίδομα"
- συνώνυμο:
- άνετοσ ,
- απαίσιοσ
4. Not profitable or prosperous
- "A lean year"
- synonym:
- lean
4. Δεν είναι κερδοφόρα ή ευημερούσα
- "Ένα άπαχο έτος"
- συνώνυμο:
- άνετοσ