Translation meaning & definition of the word "leal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λέξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leal
[Λεόλιθοσ]/lil/
adjective
1. Faithful and true
- "Leal to the core of her intrepid scottish heart"- harry lauder
- synonym:
- leal
1. Πιστός και αληθινός
- "Φωνάξτε στον πυρήνα της ατρόμητης σκωτσέζικης καρδιάς της" - χάρι λάοντερ
- συνώνυμο:
- πέλμα