Translation meaning & definition of the word "leakage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαρροή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leakage
[Διαρροή]/likəʤ/
noun
1. The discharge of a fluid from some container
- "They tried to stop the escape of gas from the damaged pipe"
- "He had to clean up the leak"
- synonym:
- escape ,
- leak ,
- leakage ,
- outflow
1. Η εκκένωση ενός υγρού από κάποιο δοχείο
- "Προσπάθησαν να σταματήσουν τη διαφυγή του αερίου από τον κατεστραμμένο σωλήνα"
- "Έπρεπε να καθαρίσει τη διαρροή"
- συνώνυμο:
- διαφυγή ,
- διαρροή ,
- εκροή