Translation meaning & definition of the word "leak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαρροή" στην ελληνική γλώσσα
Leak
[Διαρροή]noun
1. An accidental hole that allows something (fluid or light etc.) to enter or escape
- "One of the tires developed a leak"
- synonym:
- leak
1. Μια τυχαία τρύπα που επιτρέπει σε κάτι (υγρό ή ελαφρύ κλπ.) να εισέλθει ή να ξεφύγει
- "Ένα από τα ελαστικά ανέπτυξε διαρροή"
- συνώνυμο:
- διαρροή
2. Soft watery rot in fruits and vegetables caused by fungi
- synonym:
- leak
2. Μαλακή υδαρής σήψη σε φρούτα και λαχανικά που προκαλούνται από μύκητες
- συνώνυμο:
- διαρροή
3. A euphemism for urination
- "He had to take a leak"
- synonym:
- leak ,
- wetting ,
- making water ,
- passing water
3. Ένας ευφημισμός για την ούρηση
- "Έπρεπε να πάρει μια διαρροή"
- συνώνυμο:
- διαρροή ,
- διαβροχή ,
- κάνοντας νερό ,
- περνώντας νερό
4. The discharge of a fluid from some container
- "They tried to stop the escape of gas from the damaged pipe"
- "He had to clean up the leak"
- synonym:
- escape ,
- leak ,
- leakage ,
- outflow
4. Η εκκένωση ενός υγρού από κάποιο δοχείο
- "Προσπάθησαν να σταματήσουν τη διαφυγή του αερίου από τον κατεστραμμένο σωλήνα"
- "Έπρεπε να καθαρίσει τη διαρροή"
- συνώνυμο:
- διαφυγή ,
- διαρροή ,
- εκροή
5. Unauthorized (especially deliberate) disclosure of confidential information
- synonym:
- leak ,
- news leak
5. Μη εξουσιοδοτημένη (ειδικά σκόπιμη αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών
- συνώνυμο:
- διαρροή ,
- διαρροή ειδήσεων
verb
1. Tell anonymously
- "The news were leaked to the paper"
- synonym:
- leak
1. Πείτε ανώνυμα
- "Τα νέα διέρρευσαν στο χαρτί"
- συνώνυμο:
- διαρροή
2. Be leaked
- "The news leaked out despite his secrecy"
- synonym:
- leak ,
- leak out
2. Διαρρέω
- "Τα νέα διέρρευσαν παρά τη μυστικότητά του"
- συνώνυμο:
- διαρροή ,
- διαρρέω
3. Enter or escape as through a hole or crack or fissure
- "Water leaked out of the can into the backpack"
- "Gas leaked into the basement"
- synonym:
- leak
3. Εισάγετε ή διαφύγετε μέσω μιας τρύπας ή μιας ρωγμής ή ρωγμής
- "Το νερό διέρρευσε έξω από το δοχείο στο σακίδιο"
- "Τα αγγεία διέρρευσαν στο υπόγειο"
- συνώνυμο:
- διαρροή
4. Have an opening that allows light or substances to enter or go out
- "The container leaked gasoline"
- "The roof leaks badly"
- synonym:
- leak
4. Έχετε ένα άνοιγμα που επιτρέπει στο φως ή τις ουσίες να εισέλθουν ή να βγουν έξω
- "Το δοχείο διέρρευσε βενζίνη"
- "Η οροφή διαρρέει άσχημα"
- συνώνυμο:
- διαρροή