Translation meaning & definition of the word "leaflet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλλάδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leaflet
[Φύλλο]/liflət/
noun
1. A thin triangular flap of a heart valve
- synonym:
- cusp ,
- leaflet
1. Ένα λεπτό τριγωνικό πτερύγιο μιας καρδιακής βαλβίδας
- συνώνυμο:
- αναστέλλω ,
- φύλλο οδηγιών
2. Part of a compound leaf
- synonym:
- leaflet
2. Μέρος ενός σύνθετου φύλλου
- συνώνυμο:
- φύλλο οδηγιών
3. A small book usually having a paper cover
- synonym:
- booklet ,
- brochure ,
- folder ,
- leaflet ,
- pamphlet
3. Ένα μικρό βιβλίο που συνήθως έχει ένα χάρτινο κάλυμμα
- συνώνυμο:
- βιβλίο ,
- φυλλάδιο ,
- φάκελος ,
- φύλλο οδηγιών