Translation meaning & definition of the word "leaded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδήγησε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Leaded
[Πηδηχτεί]/lɛdɪd/
adjective
1. (of panes of glass) fixed in place by means of thin strips of lead
- "Leaded windowpanes"
- synonym:
- leaded
1. (από πανό γυαλιού) στερεωμένο στη θέση του με λεπτές λωρίδες μολύβδου
- "Μολυβδωτά παράθυρα"
- συνώνυμο:
- οδηγεί
2. Treated or mixed with lead
- "Leaded gasoline"
- "Leaded zinc"
- synonym:
- leaded
2. Αντιμετωπίζεται ή αναμιγνύεται με μόλυβδο
- "Μολυβδωμένη βενζίνη"
- "Μολυβδωμένος ψευδάργυρος"
- συνώνυμο:
- οδηγεί
3. Having thin strips of lead between the lines of type
- synonym:
- leaded
3. Έχοντας λεπτές λωρίδες μολύβδου μεταξύ των γραμμών τύπου
- συνώνυμο:
- οδηγεί