Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "lead" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μολύβι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Lead

[Μόλυβδος]
/lɛd/

noun

1. An advantage held by a competitor in a race

  • "He took the lead at the last turn"
    synonym:
  • lead

1. Ένα πλεονέκτημα που κατέχει ένας ανταγωνιστής σε έναν αγώνα

  • "Πήρε το προβάδισμα στην τελευταία στροφή"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

2. A soft heavy toxic malleable metallic element

  • Bluish white when freshly cut but tarnishes readily to dull grey
  • "The children were playing with lead soldiers"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • Pb
  • ,
  • atomic number 82

2. Ένα μαλακό βαρύ τοξικό ελατό μεταλλικό στοιχείο

  • Μπλε λευκό όταν είναι φρεσκοκομμένο, αλλά αμαυρώνει εύκολα σε θαμπό γκρι
  • "Τα παιδιά έπαιζαν με τους στρατιώτες του προβάδισμα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • Πβ
  • ,
  • ατομικός αριθμός 82

3. Evidence pointing to a possible solution

  • "The police are following a promising lead"
  • "The trail led straight to the perpetrator"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • track
  • ,
  • trail

3. Αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν μια πιθανή λύση

  • "Η αστυνομία ακολουθεί ένα πολλά υποσχόμενο προβάδισμα"
  • "Το μονοπάτι οδήγησε κατευθείαν στο δράστη"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • παρακολουθώ
  • ,
  • μονοπάτι

4. A position of leadership (especially in the phrase `take the lead')

  • "He takes the lead in any group"
  • "We were just waiting for someone to take the lead"
  • "They didn't follow our lead"
    synonym:
  • lead

4. Μια θέση ηγεσίας (ειδικά στη φράση `πάρτε το προβάδισμα')

  • "Παίρνει το προβάδισμα σε οποιαδήποτε ομάδα"
  • "Περιμέναμε κάποιον να πάρει το προβάδισμα"
  • "Δεν ακολούθησαν το προβάδισμα μας"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

5. The angle between the direction a gun is aimed and the position of a moving target (correcting for the flight time of the missile)

    synonym:
  • lead

5. Η γωνία μεταξύ της κατεύθυνσης ενός όπλου στοχεύει και η θέση ενός κινούμενου στόχου (διόρθωση για το χρόνο πτήσης του πυραύλου)

    συνώνυμο:
  • οδηγώ

6. The introductory section of a story

  • "It was an amusing lead-in to a very serious matter"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • lead-in
  • ,
  • lede

6. Το εισαγωγικό τμήμα μιας ιστορίας

  • "Ήταν ένα διασκεδαστικό προβάδισμα σε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • εισ τον παραλήπτη
  • ,
  • αναβάτησ

7. (sports) the score by which a team or individual is winning

    synonym:
  • lead

7. (αθλήματα) το σκορ με το οποίο κερδίζει μια ομάδα ή ένα άτομο

    συνώνυμο:
  • οδηγώ

8. An actor who plays a principal role

    synonym:
  • star
  • ,
  • principal
  • ,
  • lead

8. Ένας ηθοποιός που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο

    συνώνυμο:
  • αστέρι
  • ,
  • κύριος
  • ,
  • οδηγώ

9. (baseball) the position taken by a base runner preparing to advance to the next base

  • "He took a long lead off first"
    synonym:
  • lead

9. (βασεμπλα) η θέση που λαμβάνει ένας δρομέας βάσης που προετοιμάζεται να προχωρήσει στην επόμενη βάση

  • "Πήρε πρώτα ένα μακρύ προβάδισμα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

10. An indication of potential opportunity

  • "He got a tip on the stock market"
  • "A good lead for a job"
    synonym:
  • tip
  • ,
  • lead
  • ,
  • steer
  • ,
  • confidential information
  • ,
  • wind
  • ,
  • hint

10. Ένδειξη πιθανής ευκαιρίας

  • "Πήρε μια συμβουλή στο χρηματιστήριο"
  • "Ένα καλό προβάδισμα για μια δουλειά"
    συνώνυμο:
  • συμβουλή
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • πηδαλιούχοσ
  • ,
  • εμπιστευτικές πληροφορίες
  • ,
  • άνεμος
  • ,
  • υπόδειξη

11. A news story of major importance

    synonym:
  • lead
  • ,
  • lead story

11. Μια είδηση μεγάλης σημασίας

    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • ιστορία

12. The timing of ignition relative to the position of the piston in an internal-combustion engine

    synonym:
  • spark advance
  • ,
  • lead

12. Ο χρόνος ανάφλεξης σε σχέση με τη θέση του εμβόλου σε κινητήρα εσωτερικής καύσης

    συνώνυμο:
  • προκαταβολή
  • ,
  • οδηγώ

13. Restraint consisting of a rope (or light chain) used to restrain an animal

    synonym:
  • leash
  • ,
  • tether
  • ,
  • lead

13. Συγκράτηση που αποτελείται από ένα σχοινί (ή ελαφριά αλυσίδα) που χρησιμοποιείται για να συγκρατήσει ένα ζώο

    συνώνυμο:
  • λουρί
  • ,
  • τεντώνω
  • ,
  • οδηγώ

14. Thin strip of metal used to separate lines of type in printing

    synonym:
  • lead
  • ,
  • leading

14. Λεπτή λωρίδα μετάλλου που χρησιμοποιείται για να χωρίσει τις γραμμές τύπου στην εκτύπωση

    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • κορυφαίος

15. Mixture of graphite with clay in different degrees of hardness

  • The marking substance in a pencil
    synonym:
  • lead
  • ,
  • pencil lead

15. Μείγμα γραφίτη με πηλό σε διάφορους βαθμούς σκληρότητας

  • Η ουσία σήμανσης σε ένα μολύβι
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • μολύβι

16. A jumper that consists of a short piece of wire

  • "It was a tangle of jumper cables and clip leads"
    synonym:
  • jumper cable
  • ,
  • jumper lead
  • ,
  • lead
  • ,
  • booster cable

16. Ένας άλτης που αποτελείται από ένα μικρό κομμάτι σύρμα

  • "Ήταν ένα κουβούκλιο των καλωδίων άλτη και των οδηγών κλιπ"
    συνώνυμο:
  • καλώδιο άλτη
  • ,
  • παλιοσίδερο
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • ενισχυτικό καλώδιο

17. The playing of a card to start a trick in bridge

  • "The lead was in the dummy"
    synonym:
  • lead

17. Το παιχνίδι μιας κάρτας για να ξεκινήσει ένα κόλπο στη γέφυρα

  • "Το προβάδισμα ήταν στο ομοίωμα"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

verb

1. Take somebody somewhere

  • "We lead him to our chief"
  • "Can you take me to the main entrance?"
  • "He conducted us to the palace"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • take
  • ,
  • direct
  • ,
  • conduct
  • ,
  • guide

1. Πάρε κάποιον κάπου

  • "Τον οδηγούμε στον αρχηγό μας"
  • "Μπορείτε να με πάτε στην κύρια είσοδο?"
  • "Μας οδήγησε στο παλάτι"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • άμεσος
  • ,
  • διεξάγω
  • ,
  • οδηγός

2. Have as a result or residue

  • "The water left a mark on the silk dress"
  • "Her blood left a stain on the napkin"
    synonym:
  • leave
  • ,
  • result
  • ,
  • lead

2. Έχετε ως αποτέλεσμα ή υπόλειμμα

  • "Το νερό άφησε ένα σημάδι στο μεταξωτό φόρεμα"
  • "Το αίμα της άφησε ένα λεκέ στη χαρτοπετσέτα"
    συνώνυμο:
  • αφήνω
  • ,
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • οδηγώ

3. Tend to or result in

  • "This remark lead to further arguments among the guests"
    synonym:
  • lead

3. Τείνετε ή οδηγήστε σε

  • "Αυτή η παρατήρηση οδηγεί σε περαιτέρω επιχειρήματα μεταξύ των επισκεπτών"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

4. Travel in front of

  • Go in advance of others
  • "The procession was headed by john"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • head

4. Ταξιδέψτε μπροστά από

  • Πηγαίνετε εκ των προτέρων των άλλων
  • "Η πομπή ήταν επικεφαλής του ιωάννη"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • κεφαλή

5. Cause to undertake a certain action

  • "Her greed led her to forge the checks"
    synonym:
  • lead

5. Αιτία για την ανάληψη μιας συγκεκριμένης δράσης

  • "Η απληστία της την οδήγησε να σφυρηλατήσει τους ελέγχους"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ

6. Stretch out over a distance, space, time, or scope

  • Run or extend between two points or beyond a certain point
  • "Service runs all the way to cranbury"
  • "His knowledge doesn't go very far"
  • "My memory extends back to my fourth year of life"
  • "The facts extend beyond a consideration of her personal assets"
    synonym:
  • run
  • ,
  • go
  • ,
  • pass
  • ,
  • lead
  • ,
  • extend

6. Τεντώστε έξω σε μια απόσταση, χώρο, χρόνο ή πεδίο εφαρμογής

  • Εκτέλεση ή επέκταση μεταξύ δύο σημείων ή πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο
  • "Η υπηρεσία τρέχει μέχρι το κράνμπερι"
  • "Η γνώση του δεν πάει πολύ μακριά"
  • "Η μνήμη μου επεκτείνεται πίσω στο τέταρτο έτος της ζωής μου"
  • "Τα γεγονότα εκτείνονται πέρα από την εξέταση των προσωπικών της περιουσιακών στοιχείων"
    συνώνυμο:
  • τρέχω
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • περνώ
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • επεκτείνω

7. Be in charge of

  • "Who is heading this project?"
    synonym:
  • head
  • ,
  • lead

7. Είμαι υπεύθυνος για

  • "Ποιος επικεφαλής του έργου αυτού?"
    συνώνυμο:
  • κεφαλή
  • ,
  • οδηγώ

8. Be ahead of others

  • Be the first
  • "She topped her class every year"
    synonym:
  • lead
  • ,
  • top

8. Να είσαι μπροστά από τους άλλους

  • Γίνομαι ο πρώτος
  • "Έβαλε την τάξη της κάθε χρόνο"
    συνώνυμο:
  • οδηγώ
  • ,
  • κορυφή

9. Be conducive to

  • "The use of computers in the classroom lead to better writing"
    synonym:
  • contribute
  • ,
  • lead
  • ,
  • conduce

9. Ευνοεί

  • "Η χρήση υπολογιστών στην τάξη οδηγεί σε καλύτερη γραφή"
    συνώνυμο:
  • συμβάλλω
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • αγωγός

10. Lead, as in the performance of a composition

  • "Conduct an orchestra
  • Barenboim conducted the chicago symphony for years"
    synonym:
  • conduct
  • ,
  • lead
  • ,
  • direct

10. Μόλυβδος, όπως στην απόδοση μιας σύνθεσης

  • "Διεξάγει ορχήστρα
  • Ο μπαρενμποϊμ διεξήγαγε τη συμφωνία του σικάγου για χρόνια"
    συνώνυμο:
  • διεξάγω
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • άμεσος

11. Lead, extend, or afford access

  • "This door goes to the basement"
  • "The road runs south"
    synonym:
  • go
  • ,
  • lead

11. Μόλυβδος, επέκταση ή πρόσβαση στην οικονομία

  • "Η πόρτα πηγαίνει στο υπόγειο"
  • "Ο δρόμος τρέχει νότια"
    συνώνυμο:
  • πηγαίνω
  • ,
  • οδηγώ

12. Move ahead (of others) in time or space

    synonym:
  • precede
  • ,
  • lead

12. Προχωρήστε μπροστά (από άλλα) στο χρόνο ή στο χώρο

    συνώνυμο:
  • προηγούμαι
  • ,
  • οδηγώ

13. Cause something to pass or lead somewhere

  • "Run the wire behind the cabinet"
    synonym:
  • run
  • ,
  • lead

13. Αναγκάστε κάτι να περάσει ή να οδηγήσει κάπου

  • "Κυκλοφορήστε το καλώδιο πίσω από το γραφείο"
    συνώνυμο:
  • τρέχω
  • ,
  • οδηγώ

14. Preside over

  • "John moderated the discussion"
    synonym:
  • moderate
  • ,
  • chair
  • ,
  • lead

14. Προεδρεύω

  • "Ο τζον επέμβαλε τη συζήτηση"
    συνώνυμο:
  • μέτριος
  • ,
  • καρέκλα
  • ,
  • οδηγώ

Examples of using

Does this path lead to the train station?
Οδηγεί αυτή η διαδρομή στο σιδηροδρομικό σταθμό?
If small mistakes are not corrected at once, they may lead to serious problems.
Εάν τα μικρά λάθη δεν διορθωθούν ταυτόχρονα, μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα.
May God lead you to the right way.
Ο Θεός να σε οδηγήσει στον σωστό δρόμο.