Translation meaning & definition of the word "laziness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επιθυμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laziness
[Τεμπελιά]/lezinəs/
noun
1. Inactivity resulting from a dislike of work
- synonym:
- indolence ,
- laziness
1. Αδράνεια που προκύπτει από αντιπάθεια εργασίας
- συνώνυμο:
- απερισκεψία ,
- τεμπελιά
2. Relaxed and easy activity
- "The laziness of the day helped her to relax"
- synonym:
- laziness
2. Χαλαρή και εύκολη δραστηριότητα
- "Η τεμπελιά της ημέρας την βοήθησε να χαλαρώσει"
- συνώνυμο:
- τεμπελιά
3. Apathy and inactivity in the practice of virtue (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- sloth ,
- laziness ,
- acedia
3. Η απάθεια και η αδράνεια στην πρακτική της αρετής (προσωποποιήθηκε ως ένα από τα θανατηφόρα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- παραφλασμόσ ,
- τεμπελιά ,
- ακεντία
Examples of using
The primary cause of his failure is laziness.
Η κύρια αιτία της αποτυχίας του είναι η τεμπελιά.
I'm fed up with her laziness.
Έχω βαρεθεί με την τεμπελιά της.