Translation meaning & definition of the word "lazily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τεμπέλης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lazily
[Τεμπέληδεσ]/læzəli/
adverb
1. In a slow and lazy manner
- "I watched the blue smoke drift lazily away on the still air"
- synonym:
- lazily
1. Με αργό και τεμπέληδα τρόπο
- "Είδα τον μπλε καπνό να παρασύρεται τεμπέλικα στον αέρα"
- συνώνυμο:
- τεμπελιά
2. In an idle manner
- "This is what i always imagined myself doing in the south of france, sitting idly, drinking coffee, watching the people"
- synonym:
- idly ,
- lazily
2. Με αδρανή τρόπο
- "Αυτό πάντα φανταζόμουν τον εαυτό μου να κάνει στη νότια γαλλία, να κάθεται αδρανής, να πίνει καφέ, να βλέπει τους"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτα ,
- τεμπελιά