Translation meaning & definition of the word "layoff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διατύπωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Layoff
[Αποστράγγιση]/leɔf/
noun
1. The act of laying off an employee or a work force
- synonym:
- layoff
1. Η πράξη της απολύσεως εργαζομένου ή εργατικού δυναμικού
- συνώνυμο:
- απολύσεισ