Translation meaning & definition of the word "laying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοποθέτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laying
[Ξεφλουδίζω]/leɪŋ/
noun
1. The production of eggs (especially in birds)
- synonym:
- laying ,
- egg laying
1. Η παραγωγή αυγών (ειδικά στα πουλιά)
- συνώνυμο:
- τοποθέτηση ,
- ωοτοκία