Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "lay" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "στρώση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Lay

[Στερεώνω]
/le/

noun

1. A narrative song with a recurrent refrain

    synonym:
  • ballad
  • ,
  • lay

1. Ένα αφηγηματικό τραγούδι με επαναλαμβανόμενη αποχή

    συνώνυμο:
  • μπαλάντα
  • ,
  • βάζω

2. A narrative poem of popular origin

    synonym:
  • ballad
  • ,
  • lay

2. Ένα αφηγηματικό ποίημα λαϊκής προέλευσης

    συνώνυμο:
  • μπαλάντα
  • ,
  • βάζω

verb

1. Put into a certain place or abstract location

  • "Put your things here"
  • "Set the tray down"
  • "Set the dogs on the scent of the missing children"
  • "Place emphasis on a certain point"
    synonym:
  • put
  • ,
  • set
  • ,
  • place
  • ,
  • pose
  • ,
  • position
  • ,
  • lay

1. Τοποθετήστε το σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια αφηρημένη τοποθεσία

  • "Στη συνέχεια, τα πράγματά σας εδώ"
  • "Βάλτε το δίσκο κάτω"
  • "Βάλτε τα σκυλιά στη μυρωδιά των αγνοουμένων παιδιών"
  • "Τοποθετήστε έμφαση σε ένα συγκεκριμένο σημείο"
    συνώνυμο:
  • βάζω
  • ,
  • σετ
  • ,
  • τοποθετώ
  • ,
  • πόζα
  • ,
  • θέση

2. Put in a horizontal position

  • "Lay the books on the table"
  • "Lay the patient carefully onto the bed"
    synonym:
  • lay
  • ,
  • put down
  • ,
  • repose

2. Βάλτε σε οριζόντια θέση

  • "Τοποθετήστε τα βιβλία στο τραπέζι"
  • "Τοποθετήστε τον ασθενή προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι"
    συνώνυμο:
  • βάζω
  • ,
  • βάζω κάτω
  • ,
  • αναπαύω

3. Prepare or position for action or operation

  • "Lay a fire"
  • "Lay the foundation for a new health care plan"
    synonym:
  • lay

3. Προετοιμασία ή θέση για δράση ή λειτουργία

  • "Στρώσε μια φωτιά"
  • "Τοποθετήστε τα θεμέλια για ένα νέο σχέδιο υγειονομικής περίθαλψης"
    συνώνυμο:
  • βάζω

4. Lay eggs

  • "This hen doesn't lay"
    synonym:
  • lay

4. Γεννάω αυγά

  • "Αυτή η κότα δεν βάζει"
    συνώνυμο:
  • βάζω

5. Impose as a duty, burden, or punishment

  • "Lay a responsibility on someone"
    synonym:
  • lay

5. Επιβάλλεται ως καθήκον, βάρος ή τιμωρία

  • "Να αναλάβεις ευθύνη σε κάποιον"
    συνώνυμο:
  • βάζω

adjective

1. Characteristic of those who are not members of the clergy

  • "Set his collar in laic rather than clerical position"
  • "The lay ministry"
    synonym:
  • laic
  • ,
  • lay
  • ,
  • secular

1. Χαρακτηριστικό αυτών που δεν είναι μέλη του κλήρου

  • "Τοποθέτησε το κολάρο του σε λάικ και όχι σε κληρική θέση"
  • "Το λαϊκό υπουργείο"
    συνώνυμο:
  • λάικ
  • ,
  • βάζω
  • ,
  • κοσμικόΣ

2. Not of or from a profession

  • "A lay opinion as to the cause of the disease"
    synonym:
  • lay

2. Όχι από ή προς ένα επάγγελμα

  • "Μια γνώμη για την αιτία της νόσου"
    συνώνυμο:
  • βάζω

Examples of using

Tom lay awake in bed, listening to the rain.
Ο Τομ ξάπλωσε ξύπνιος στο κρεβάτι, ακούγοντας τη βροχή.
In the sunlight my head started to spin, and I lay down to have a rest on the grass.
Στο φως του ήλιου το κεφάλι μου άρχισε να περιστρέφεται και ξάπλωσα για να ξεκουραστώ στο γρασίδι.
She lay her head on my chest so she could listen to my heartbeat.
Έβαλε το κεφάλι της στο στήθος μου για να μπορέσει να ακούσει τον καρδιακό παλμό μου.