Translation meaning & definition of the word "lax" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάξος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lax
[Λαξ]/læks/
adjective
1. Lacking in rigor or strictness
- "Such lax and slipshod ways are no longer acceptable"
- "Lax in attending classes"
- "Slack in maintaining discipline"
- synonym:
- lax ,
- slack
1. Λείπει η αυστηρότητα ή η αυστηρότητα
- "Αυτοί οι χαλαροί και χαλαροί τρόποι δεν είναι πλέον αποδεκτοί"
- "Καθαρίστε στην παρακολούθηση μαθημάτων"
- "Έλλειψη στη διατήρηση της πειθαρχίας"
- συνώνυμο:
- χαλαρώνω ,
- χαλαρός
2. Pronounced with muscles of the tongue and jaw relatively relaxed (e.g., the vowel sound in `bet')
- synonym:
- lax
2. Προφέρεται με τους μυς της γλώσσας και του σαγονιού σχετικά χαλαρή (π.χ., ο ήχος του φωνήεντος σε `β-)
- συνώνυμο:
- χαλαρώνω
3. Lacking in strength or firmness or resilience
- "A lax rope"
- "A limp handshake"
- synonym:
- lax
3. Ελλείψει δύναμης ή σταθερότητας ή ανθεκτικότητας
- "Ένα χαλαρό σχοινί"
- "Μια χειραψία"
- συνώνυμο:
- χαλαρώνω
4. Emptying easily or excessively
- "Loose bowels"
- synonym:
- lax ,
- loose
4. Εκκένωση εύκολα ή υπερβολικά
- "Χαλαρά έντερα"
- συνώνυμο:
- χαλαρώνω ,
- χαλαρός